- χαμαίκνημις
- -ήμιδος, η, Ν(λόγιος τ.) άλογο που έχει λευκές τρίχες στα πόδια, σε αντιδιαστολή προς το χρώμα τών τριχών τού υπόλοιπου σώματος.[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι)-* + -κνημις (< κνήμη). Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στον Γ. Ν. Πιλάβιο].
Dictionary of Greek. 2013.